- ἀγέλαι
- ἀγέληherdfem nom/voc plἀγέλᾱͅ , ἀγέληherdfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀγέλαι — Ἀγέλᾱͅ , Ἀγέλης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτε — ἅτε (σύνδ.) (Α) 1. (ομοιωματ.) όπως, καθώς («παταγοῡσιν ἅτε πτηνῶν ἀγέλαι») 2. (αιτιολ.) (με μετοχές) επειδή, αφού, καθώς (ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεύς» καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ.… … Dictionary of Greek
βουνόμος — βουνόμος, ον (Α) φρ. «ἀγέλαι βουνόμοι» κοπάδια βοδιών που βόσκουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + νομος < νέμω «βόσκω»] … Dictionary of Greek
μυριόζωοι — μυριόζῳοι, αἱ (Μ) φρ. «μυριόζῳοι ἀγέλαι» αγέλες από αναρίθμητα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ζῳος / ζῳοι (< ζῷον)] … Dictionary of Greek
μυριόμετρος — μυριόμετρος, ον (Μ) 1. πολύ μεγάλος, γιγαντιαίος 2. φρ. «μυριόμετροι ἀγέλαι» αγέλες που αποτελούνται από μυριάδες ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μετρος (< μέτρον)] … Dictionary of Greek